Ήταν Τετάρτη 29 Ιουνίου τοτε που τα πανό
τα κράταγαν οι άνθρωποι και όχι οι κολώνες..
Έβγαλες την μάσκα να μου πεις φοβάμαι να σε ερωτευτώ
δεν θα χω χρόνο πλέον για ζωή αλλά για αγώνες..
δεν θα χω χρόνο πλέον για ζωή αλλά για αγώνες..
Βούρκωσες για μια στιγμή και σου πα θα έρθουν εποχές
που δεν θα κλαίμε με δάκρυα..
που δεν θα κλαίμε με δάκρυα..
Εσύ να κλαις και εγώ θα τα μαζεύω μάτια μου,
να στα φυλάω όταν δεν θα χεις πια..
Δεν με φοβίζει κανείς τους αγόρι μου,
μόνο αν ερωτευτώ αφοπλίζομαι εύκολα.
Μπορεί να πέσω σου είπα,θα πέσουμε μαζί μου είπες,
αλλά θα ξανασηκωθούμε..
Άσε τα βράχια να κάνουν τη δουλειά τους ο θανατος του εγωισμού θα πεθάνει απο αφόρητο έρωτα..
Και αν χαθώ;
Πέσε και αν χαθεις θα σε μαζέψει με το αίμα του σαν σαρκοβόρο κήτος που ψαχνει για θήραμα μέσα στη νύχτα.
Πιάσε το χέρι μου γρήγορα μπήκαν τα ματ πλατεία
να δείρουν την δημοκρατία..
να δείρουν την δημοκρατία..
Φύγαμε μισό να γράψω κάτι εδώ με το ανεξίτηλο..